-
1 комиссия
1. (группа лиц, орган) η επιτροπή 2. (условленное вознаграждение) η προμήθεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > комиссия
-
2 кампания
-и θ.1. (στρατ.) εκστρατεία. || πόλεμος.2. μτφ. καμπάνια•избирательная εκλογική εκστρατεία.
3. συνεχής λειτουργία μηχανής ή συσκευής. -
3 комиссия
коми́сси||яж ἡ ἐπιτροπή:избирательная \комиссия ἡ ἐκλογική ἐπιτροπή· \комиссия партийного контроля ἡ ἐπιτροπή κομματικοδ ἐλέγχου· ревизионная \комиссия ἡ ἐξεταστική ἐπιτροπή· ◊ брать товар на \комиссияю παίρνω ἐμπόρευμα γιά πούλημα ἐπί προμήθεια. -
4 комиссия
-и θ.1. επιτροπή•избирательная комиссия εκλογική επιτροπή•
ревизионная комиссия εξεταστική επιτροπή, επιτροπή ελέγχου ή εξελεγκτική επιτροπή•
назначить -ю διορίζω επιτροπή•
комиссия по разоружению επιτροπή αφοπλισμού.
2. παλ. παραγγελία•выполнить -ю εκπληρώνω παραγγελία•
брать на -ю что-н παίρνω παραγγελία για κάτι•
сдать на -ю δίνω παραγγελία.
3. μεσιτεία•получитъ -ю παίρνω μεσιτεία (αμοιβή για εκτέλεση παραγγελίας).
4. μτφ. παλ. σκοτούρες, φροντίδες, τρεχάματα (όπως έχουν οι παραγγελίες). -
5 урна
-ы θ.1. τεφροδόχη (πεθαμένων). || επιτάφια τεφροδόχη (μνημείο σαν τεφροδόχη).2. παλ. δοχείο•урна с водой υδροδοχείο.
3. η κάλπη, η ψηφοδόχη•избирательная урна εκλογική κάλπη.
4. δοχείο απορριμμάτων.